Μητροπολίτης Νικομηδείας, Φιλόθεος Βρυέννιος,

Μητροπολίτης Νικομηδείας, Φιλόθεος Βρυέννιος,

Ὁ κατὰ κόσμον Θεόδωρος ἐγεννήθη ἐκ πτωχῶν γονέων τὸ 1833 στὰ Ταταῦλα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ πρῶτα γράμματα ἐξέμαθε στὴν γενέτειρά του.

Νέος ἐχειροτονήθη διάκονος μετανομασθεὶς Φιλόθεος. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἀνηγορεύθη, ὑπὸ τῆς Σχολῆς, διδάσκαλος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, τιμηθεὶς καὶ διὰ τοῦ ἐπιθέτου Βρυέννιος, καθότι ἡ Σχολὴ κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους μαζὶ μὲ τὴν πνευματικὴ μόρφωση ἐχορήγει καὶ ὄνομα, ἀξιοῦσα οἱ ἐξ αὐτῆς ἀποφοιτοῦντες νὰ ἐπιβάλλωνται ὄχι μόνο διὰ τῆς μαθήσεως αὐτῶν καὶ τοῦ παραδείγματος, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ ὀνόματος. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του (1856), τυχὼν ὑποτροφίας τοῦ κληροδοτήματος Γ. Ζαρίφη, ἀπεστάλη στὴ Γερμανία, ὅπου ἐσυνέχισε τὶς θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς αὐτοῦ σπουδὲς στὰ πανεπιστήμια τῆς Λειψίας, τοῦ Βερολίνου καὶ τοῦ Μονάχου (1856-1861).

Ἀρχομένου τοῦ 1861, προσεκλήθη στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπὸ τοῦ προστάτου αὐτοῦ Ἰωακεὶμ Β’, ἀρτίως τότε ἀπὸ τῆς μητροπόλεως Κυζίκου στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο προαχθέντος, καὶ διωρίσθη καθηγητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τῆς ἑρμηνευτικῆς καὶ ἄλλων θεολογικῶν μαθημάτων στὴν Θεολογικὴ Σχολή. Τὸ 1863 προχειρισθεὶς εἰς πρεσβύτερον καὶ ἀρχιμανδρίτη τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου, διαδέχεται στὴν Σχολαρχία καὶ στὴν διεύθυνση τῆς Σχολῆς τὸν διδάσκαλό του Κωνσταντῖνο Τυπᾶλδο, παραιτηθέντα ἕνεκα γήρατος. Ἀλλὰ ἀπὸ λίγο ὅταν ἀπεμακρύνθη τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου ὁ Ἰωακεὶμ Β’, παρῃτήθη καὶ ὁ Φιλόθεος ἐκ τῆς σχολαρχίας καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν εἰρημένων θεολογικῶν μαθημάτων.

Ἐπὶ τῆς πατριαρχείας Γρηγορίου τοῦ Ϛ΄ διωρίσθη κατὰ Δεκέμβριο τοῦ 1867 Σχολάρχης καὶ καθηγητὴς τῆς Πατριαρχικῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς. Ὑπὸ τὴν ἰδιότητα αὐτὴ ἐτιμήθη ὑπὸ τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως διὰ τοῦ χρυσοῦ σταυροῦ τῶν ἱπποτῶν τοῦ βασιλικοῦ τάγματος τοῦ Σωτῆρος. Χρημάτισε μέλος τῆς Κεντρικῆς Ἐκπαιδευτικῆς Ἐπιτροπῆς, ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἱερατικοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ Συλλόγου κα ἔφορος τῆς Κεντρικῆςερατικῆς Σχολῆς. Συμμετέσχε στὴν Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 1872 ἐν Φαναρίῳ γιὰ τὸ Βουλγαρικὸ Σχίσμα. Τὸ 1875, ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Ἀναστασιάδου καὶ τοῦ διακόνου Φιλαρέτου Βαφείδου, ἀντεπροσώπευσε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὸ ἐν Βόννῃ Ἑνωτικὸ Συνέδριο τῶν Παλαιοκαθολικῶν.

Ἐν Εὐρώπη ὤν, ἐξελέγη ὑπὸ τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου Μητροπολίτης Σερρῶν τὴν 7η Αὐγούστου 1875. Βρυέννιος ἀρνήθηκε ἀρχικὰ νὰ δεχθεῖ τὴν ἐν Μακεδονίᾳ ἐπαρχία αὐτή, ὡς χρῄζουσαν ἀρχιερέως γνώστου τῆς βουλγαρικῆς καὶ τουρκικῆς γλώσσης, ἀλλἐνέδωσε στὶς πατριαρχικὲς προτροπὲς καὶ ὑποσχέσεις περὶ ἀποκαταστάσεως σὲ γεροντικὴ ἐπαρχία στὸ προσεχὲς μέλλον.

Διετέλεσε μέλος τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τρίς, 1877-1884, 1894-1896, 1904-1910, πρόεδρος τῆς Πατριαρχικῆς Κεντρικῆς Ἐκπαιδευτικῆς Ἐπιτροπῆς, τῆς Ἐφορείας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ τοῦ Ἰωακειμείου Παρθεναγωγίου, θεωρούμενος ἐκ τῶν δυναμικωτέρων καὶ πλέον ἐπιφανῶν ἱεραρχῶν τοῦ θρόνου.

Φιλόθεος Βρυέννιος ἀπέθανε τὴν 18η Νοεμβρίου 1917 σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν στὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. νεκρώσιμος ἀκολουθία του ἐτελέσθη τὴν 20 τοῦ ἰδίου μηνὸς στὸ Ναΰδριο τῆς Σχολῆς καὶ ἐνεταφιάσθη στὸν περίβολό της. Σήμερα, τὰ ὀστά του εἶναι σὲ ἀπέριττο τάφο ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος.