Μητροπολίτης Ἰκονίου Ἰάκωβος Στεφανίδης

Μητροπολίτης Ἰκονίου Ἰάκωβος Στεφανίδης

Σχολάρχης (1951-1955)

Ὁ Μητροπολίτης Ἰκονίου Ἰάκωβος, κατὰ κόσμον Ἐλευθέριος, ἐγεννήθη στὴν συνοικία τῆς Βλάγκας Κωνσταντινουπόλεως τὴν 13η Σεπτεμβρίου 1916 καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Στεφάνου καὶ τῆς Αἰκατερίνης. Οἱ γονεῖς του ἦλθαν στὴν Πόλη ἐκ τῆς Νεαπόλεως (Nevşehir) τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦσαν τουρκόφωνοι, ὅπως πολλοὶ ἐκ τῶν ρωμηῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς.

Νεώτατος ἀσθένησε ἐπὶ διετία ἐκ σοβαρᾶς ἀσθενείας. Οἱ γονεῖς του ἀπέκτησαν μὲν ἓξ τέκνα, ἐξ ὧν, ὅμως, ἐπεβίωσαν μόνον τὰ τρία. Ὁ Ἐλευθέριος μετὰ τῶν δύο ἀδελφῶν του Σοφίας καὶ Γεωργίου ἔμειναν ἐνωρὶς ὀρφανοὶ ἐκ πατρός, τὴν δὲ συντήρηση τῆς οἰκογενείας ἀνέλαβαν οἱ δύο ἀδελφοὶ τοῦ πατρός του. Ἐκ τῆς εὐσεβοῦς μητρός του ἔλαβε σπουδαία θρησκευτικὴ καὶ ἠθικὴ κατάρτιση.

Τὰ πρῶτα γράμματα ἔμαθε στὴν Ἀστικὴ Σχολὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος Πέραν, ἐσυνέχισε στὸ Ἡμιγυμνάσιο τοῦ Ζωγραφείου καὶ κατόπιν εἰσήχθη στὴν Θεολογικὴ Σχολή. Γιὰ μικρὸ διάστημα ἐφοίτησε καὶ στὴν Ἰταλικὴ Σχολὴ τῆς Πόλεως. Ἐκ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ἀπεφοίτησε τὸ ἔτος 1938, ὑποβαλὼν διατριβὴ μὲ τίτλο: «Ἱστορικότης τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου».

Τὴν 4η Δεκεμβρίου 1938 ἐχειροτονήθη εἰς διάκονον ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μαξίμου (μετέπειτα Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου), ὀνομασθεὶς Ἰάκωβος, πρὸς τιμὴν τοῦ γέροντος, συγγενοῦς καὶ συμπατριώτου του Μητροπολίτου Δέρκων Ἰακώβου Παπαπαϊσίου, ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ὁποίου εἶχε εἰσαχθεῖ στὴν Θεολογικὴ Σχολή, καὶ ὑπηρέτησε στὴν Ἱ. Μητρόπολη Χαλκηδόνος ἀρχικῶς ὡς κοινοτικὸς διάκονος, ἔπειτα δὲ ὡς Ἀρχιδιάκονος. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943, ἐπὶ Πατριαρχείας Βενιαμίν, προσεκλήθη στὴν Πατριαρχικὴ Αὐλὴ ὡς Ὑπογραμματεὺς τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου. Τὴν 2α Ὀκτωβρίου 1947, ἐπὶ Πατριαρχείας, πλέον, Μαξίμου Ε’, προήχθη εἰς Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, χειροτονηθεὶς εἰς Πρεσβύτερον κατὰ τὴν Θρονικὴ Ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, προεξάρχοντος τοῦ Πατριάρχου καὶ συλλειτουργούντων τῶν Μητροπολιτῶν Χαλκηδόνος  Θωμᾶ, Δέρκων Ἰωακείμ, Ἴμβρου καὶ Τενέδου Ἰακώβου, Θεοδωρουπόλεως Λεοντίου, Κυδωνιῶν Ἀγαθαγγέλου, Γάνου καὶ Χώρας Παγκρατίου, Χαλδείας Κυρίλλου, Νεοκαισαρείας Χρυσοστόμου καὶ Λαοδικείας Μαξίμου. Ἐκ τῆς θέσεως αὐτῆς παρακολούθησε ὅλες τς φάσεις τῆς ἀσθενείας καὶ τῆς παραιτήσεως τοῦ Πατριάρχου Μαξίμου καὶ τῆς ἐκλογῆς τοῦ ἀπὸ Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρου (1948).

Τὴν 4η Ἰουλίου 1950 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἰκονίου, χειροτονηθεὶς τὴν 7η Ἰουλίου, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ὡς Μητροπολίτης Ἰκονίου παρέμεινε στὴν θέση τοῦ Ἀρχιγραμματέως ἕως τὴν 14η Δεκεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, ὅταν τοῦ ἀνετέθησαν τὰ καθήκοντα τῆς Μ. Πρωτοσυγκελλίας.

Παραλλήλως δίδαξε Θρησκευτικὰ στὰ Γυμνάσια τοῦ Φαναρίου, στὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, μεταξὺ 9ης Δεκεμβρίου 1949 καὶ 30ῆς Σεπτεμβρίου 1951, καὶ στὸ Ἰωακείμειο Παρθεναγωγεῖο τὴν ἴδια περίοδο.

Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ ἀπὸ τοῦ ἔτους 1951 εἰσῆλθε στὴν τέταρτη περίοδο τῆς ἱστορίας της. Ἐνεκρίθη ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ ἐτέθη σὲ ἐφαρμογὴ ὁ νέος κανονισμός της, συμφώνως πρὸς τὸν ὁποῖο ἡ Σχολὴ ἐλάμβανε τὴ μορφὴ κλασσικοῦ τριταξίου γυμνασίου καὶ τετραταξίου Θεολογικῆς Σχολῆς. Ὁ Ἰκονίου Ἰάκωβος μὲ τὸν σχολαρχεύοντα, τότε, Ἐμμανουὴλ Φωτιάδη ἐργάσθηκε γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος καὶ μετέβη στὴν Ἄγκυρα, ὅπου παρακολούθησε ἐπὶ δύο ἑβδομάδες τς διάφορες φάσεις τῆς ἐπιψηφίσεώς του. Στὴν Σχολὴ διωρίσθησαν, τότε, τέσσερεις νέοι καθηγητές: οἱ διάκονοι  Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης (μετέπειτα Μητροπολίτης Μύρων καὶ ἀποθανὼν ὡς Μητροπολίτης Ἐφέσου) καὶ Μάξιμος Ρεπανέλλης (μετέπειτα Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως), ὡς καὶ οἱ Κωνσταντῖνος Καλλίνικος καὶ  Βασίλειος Σταυρίδης, οἱ ὁποῖοι εἶχαν συμπληρώσει τίς σπουδές τους στὸ ἐξωτερικό. Τότε ἄρχισαν νὰ ἐγγράφονται ἐλεύθερα καὶ μαθητὲς ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ.

Τὴν 5η Ὀκτωβρίου 1951 ὁ Ἰκονίου ἐτοποθετήθη στὴν διεύθυνση τῆς Σχολῆς, ἔχοντας ὡς ἐφόδια τὴν βαθειά του πίστη, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὸ ἀκραιφνὲς ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ τὶς διοικητικὲς ἀρετάς, τὶς ὁποῖες εἶχε ἐπιδείξει καὶ ἀπὸ τῶν θέσεων τοῦ Ἀρχιγραμματέως καὶ τοῦ Πρωτοσυγκελλεύοντος, τῶν πλέον ἀπαιτητικῶν καὶ νευραλγικῶν θέσεων τῆς διοικήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ νέος Σχολάρχης τήρησε ἀπαρεγκλίτως τὴν ὑπακοή του πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἐπίσημη ἀνάληψη τῆς διευθύνσεως τῆς Σχολαρχίας, καί ὄντως θυσίασε τὸν ἐαυτό του στόν βωμὸ τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς εὐθύνης γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ καὶ τῆς ἀποστολῆς τῆς Σχολῆς, δικαιώσας ἀναμφιβόλως πλήρως τὴν ἐμπιστοσύνη τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Σχολῆς ἔθεσε τὶς βάσεις τῆς ἀναδιοργανώσεώς της. Κατὰ τὸν βιογράφο του Ἀθανάσιον Τσερνόγλου, ὁ ὁποῖος ἐπίσης δίδαξε στὴ Σχολή, ὁ Μητροπολίτης Ἰκονίου:

«τὴν σχολαρχίαν ἤσκησεν εὐδοκίμως ἀπὸ τοῦ 1951 ἕως τὸ 1955, ἡ δὲ ἀφοσίωσίς του εἰς τὸ καθῆκον, ἡ λελογισμένη συντηρητικότης καὶ ἡ αὐστηρότης του εἰς τὴν διοίκησιν παρέμειναν ἱστορικαί, ἐνθυμίζουσαι τὴν σχολαρχίαν Γερμανοῦ Γρηγορᾶ».

Γιὰ ἕνα διάστημα δίδαξε τὸ μάθημα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἀναπληρῶν τὸν ἀσθενήσαντα Ἰωάννη Παναγιωτίδη. Ἤδη, ὅμως, ἀπὸ τῶν χρόνων ἐκείνων, ἡ ὑγεία του ἄρχισε νὰ ἐμφανίζει σημεῖα κοπώσεως. Ἐπίσης, ὁ θάνατος τῆς μητέρας του Αἰκατερίνης τὴν 20 Φεβρουαρίου 1951, ἡ σκληρὴ ἐργασία του στὴ Σχολὴ καί, ἰδίως, ὁ θάνατος τῆς ἀδελφῆς του Σοφίας τὸ ἔτος 1953, τὸν κλόνισαν ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἐν τῷ μεταξύ, κατὰ τὸν Νόμο, εἶχε ἐκλεγεῖ καὶ Ἱδρυτὴς τῆς Σχολῆς.

Μετὰ τὴν παραίτησή του ἐκ τῆς Σχολαρχίας, διετήρησε τοὺς δεσμούς του μὲ τὴ Σχολὴ ὡς μέλος τῆς Ἐφορείας, ὡς Ἱδρυτὴς καὶ ὡς καθηγητὴς τῆς Ποιμαντικῆς κατὰ τὰ ἔτη 1955-1960, καταρτίσας, μάλιστα, καὶ δικές του σημειώσεις.

Ὅταν ἦταν Σχολάρχης ἐκλήθη συνοδικὸς τὴν 18η Μαΐου 1954. Ὡς ἱεράρχης, χρημάτισε μέλος διαφόρων συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν, ὅπως: ἐπὶ τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, ἐπὶ τῶν Παγχριστιανικῶν Ζητημάτων, τῆς Κανονικῆς, τῆς Πνευματικῆς Διακονίας, ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπὶ τῆς Ἐπετηρίδος, τῆς Ἐφορείας τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς, Κτηματικῆς (τῆς ὁποίας ἦταν πρόεδρος), κ. ἄ.. Συμμετέσχε δὲ καὶ σὲ διάφορες ἀποστολὲς τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας.

Ὅσο, ὅμως, περνοῦσαν τὰ χρόνια, χειροτέρευε ἡ ὑγεία του. Πάσχων ἀπὸ σοβαρὴ πάθηση τῶν νεφρῶν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐπιπλοκές, ἀναγκαζόταν συχνὰ νὰ παραμένει γιὰ ἀρκετὸ διάστημα στὴν κλίνη τοῦ πόνου. Ὅταν ἐκλονίσθη πολὺ ἡ ὑγεία του, πῆγε στὴν Ἀθήνα τὴν 13η Ἀπριλίου 1965 καὶ νοσηλεύτηκε στὸ Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο, ὅπου κοιμήθηκε τς πρωϊνς ρες τῆς 16ης Ἀπριλίου σὲ ἡλικία 49 ἐτῶν.

γάπησε τὴ Σχολ ὅσο λίγοι καὶ γωνίστηκε μὲ πολλὴ σπουδὴ καὶ ζῆλο γιὰ τὴν προαγωγή της καὶ τὰ προνόμιά της καὶ μάλιστα γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴν ψήφιση τοῦ νέου κανονισμοῦ της. Πολλοὺς ἀπόρους φοιτητὲς βοήθησε οἰκονομικὰ καὶ πάντοτε «ἐν τῷ κρυπτῷ». Διακόνησε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ πολλς θέσεις καὶ σκοπις καὶ τὴ Σχολή μας ὡς Σχολάρχης καὶ καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Ποιμαντικῆς. Τέλος, βίωσε καὶ τὸν ἁγιαστικὸ πόνον τῆς ἀσθενείας, ὁ ὁποῖος πολλς φορς ἀναδεικνύεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελέστερος καὶ ἐντιμώτερος πάσης ἄλλης μορφῆς ἀσκήσεως, ὅταν ἀντιμετωπίζεται μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία, ὅπως τὸν ἀντιμετώπισε ὁ Ἰκονίου Ἰάκωβος.