Ἀρχιμανδρίτης Γερμανὸς Γρηγορᾶς
Ἀρχιμανδρίτης Γερμανὸς Γρηγορᾶς
Σχολάρχης 1877-1897.
Ὁ Γερμανὸς Γρηγορᾶς ἐγεννήθη τὸν Μάρτιο τοῦ 1832 στὴν ἐπαρχία Καισαρείας Καππαδοκίας, στὸ τμῆμα τῆς ἀρχαίας Ναζιανζοῦ. Τὰ πρῶτα γράμματα ἔμαθε στὴ σχολὴ τῆς πατρίδος του ἀπὸ κάποιον ἱερομόναχο Ἄνθιμο, κατόπιν δὲ συνέχισε ἐπὶ διετία στὴ σχολὴ ποὺ λειτουργοῦσε μέσα μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τῆς ὁποίας σχολάρχης ἦταν ὁ μητροπολίτης πρῴην Καισαρείας Φιλίππου (Παλαιστίνης) Ἀγαθάγγελος. Θανόντος τοῦ διδασκάλου καὶ σχολάρχου Φιλίππου, ἦλθε μετ’ αὐτοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μὲ ἐγγύηση τοῦ Καισαρείας Παϊσίου εἰσήχθη στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης τὸ 1848. Ἐδῶ διδασκάλους εἶχε τοὺς Κωνσταντῖνο Τυπᾶλδο, Εὐστάθιο τὸν Κλεόβουλο, Λέανδρο τὸν Ἀρβανιτάκη, Ἠλία Τανταλίδη. Τὴν 17η Ὀκτωβρίου 1854, Κυριακὴ τῶν Πατέρων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄγων τὸ ἕβδομον ἔτος τῶν σπουδῶν του, ἐχειροτονήθη διάκονος ὑπὸ τοῦ Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνου στὸ ναΐδιον τῆς Σχολῆς. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1855 ἀπεφοίτησε ἀριστοῦχος.
Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του διωρίσθη στὸ Βαφεοχώριο τοῦ Βοσπόρου διδάσκαλος καὶ ἱεροδιάκονος. Ἔπειτα, κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ διδασκάλου του Κωνσταντίνου Τυπάλδου, διωρίσθη ὑπὸ τῆς Ἐφορίας τῆς Σχολῆς καθηγητὴς καὶ ἐδίδαξεν ἐπὶ διετίαν (1856-1858). Ἐχειροτονήθη καὶ προεχειρίσθη σὲ ἀρχιμανδρίτη. Ἀφοῦ ἐπὶ τετραετίαν διετέλεσε σχολάρχης τῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, παρῃτήθη τῆς θέσεώς του καὶ ἐπανῆλθε στὴν Πόλη.
Ὁ Νικηφόρος Γλυκᾶς, Σχολάρχης τῆς Σχολῆς, ὑπέδειξε ὡς νέο καὶ κατάλληλο καθηγητῆ τὸν Γερμανὸ Γρηγορᾶ, ὁ ὁποῖος ἀπεδέχθη τὴν πρόσκλησιν. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκ τῆς σχολαρχίας παραίτηση τοῦ Νικηφόρου Γλυκᾶ, ἀπεδέχθη τὴν σχολαρχίαν ὡς συνυπεύθυνος, μὲ διευθυντὴ ἕνα τῶν ἀρχιερέων, τὸν Πρεσλάβας Ἄνθιμο (Σεπτ. 1865 – Ἰουν. 1867).
Τυχὼν ἀδείας ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατέβαλε καὶ τὸ ἥμισυ τῶν ἐξόδων του, μετέβη στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἐπὶ ἔμεινε ἐπὶ διετίαν (1869-1871), καὶ στὴν Γενεύη (καὶ Παρισίους), ὅπου ἔμεινε ἐπὶ πενταετίαν (1871 – 1876), μελετώντας στὶς βιβλιοθῆκες τῶν πόλεων ἐκείνων καὶ ἐπιδιδόμενος σὲ ἔρευνες στὴν θεολογία καὶ τὴν παιδαγωγική. Ὁ Γερμανὸς Γρηγορᾶς ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Εὐρώπη τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1876. Προσκληθεὶς ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναλάβει τὴν διεύθυνση καὶ τὴν διδασκαλία στὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, κατέστη ὁριστικὸς Σχολάρχης τὸν Ἰανουάριον τοῦ 1877, παραμένων στὴ θέση ἐκείνην μέχρι τέλους τοῦ ἔτους 1897, δηλαδὴ ἐπὶ μία ὁλόκληρη εἰκοσαετία. Τὴν φορὰ αὐτή, ὥριμος κατὰ τὴν ἡλικία, ἔθεσεν σὲ ἐφαρμογὴ τὶς περὶ τοῦ τρόπου τῆς διοικήσεως τῆς Σχολῆς ἀρχές του.
Ἦτο ἄνθρωπος τῆς τάξεως, τῆς αὐστηρότητος καὶ τῆς πειθαρχίας. Κατήργησε τὸ κελλιωτικὸ σύστημα καὶ θέσπισε ἀντ’ αὐτοῦ τὸ σύστημα τῶν κοινῶν σπουδαστηρίων καὶ κοιτώνων. Ὁ Γρηγορᾶς ἔστρεψε τὴν προσοχή του καὶ στὴν διαρρύθμιση τῶν οἰκονομικῶν τῆς Σχολῆς, ἐπιτυχὼν ἀρκετὰ στὸν τομέα αὐτό. Ἔγιναν σημαντικὲς ἐπιδιορθώσεις στὸ κτίριο τῆς Σχολῆς, ἰδίως διὰ τῆς ἐκ λίθων ἀνοικοδομήσεως τῆς νοτίου καὶ δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ κτιρίου τῆς Σχολῆς καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διακοσμήσεώς της.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ βίου του ἀσθένησε βαρέως. Ἀπέθανε τὴν πρωΐα τῆς 23ης Ὀκτωβρίου 1904. Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐτελέσθη στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ’, τὸν δὲ ἐπικήδειο ἐξεφώνησε ὁ Ὑπογραμματεὺς τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου διάκονος Ἀθανάσιος Πιπέρας. Ἡ σωρός του ἐνεταφιάσθη στὸ κοιμητήριο τῆς Ἱ. Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Βαλουκλῆ.