Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Κωνσταντῖνος Τυπάλδος
Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Κωνσταντῖνος Τυπάλδος
1844 – 1864
Ὁ Κωνσταντῖνος Τυπάλδος, ἐγεννήθη στὸ Ληξούριο τῆς Κεφαλληνίας τὴν 17η Φεβρουαρίου 1795 ἐκ γονέων Ἀλοϊσίου καὶ Αἰκατερίνης Κρασσᾶ. Τὰ πρῶτα γράμματα ἔμαθε στὴν πατρίδα του. Μεταβὰς στὸ γυμνάσιο τῆς Χίου, ἐμαθήτευσε πλησίον τοῦ διδασκάλου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Ἐχειροτονήθη διάκονος ὑπὸ τοῦ τότε Κεφαλληνίας Ἰωαννικίου τὸ 1817. Τὸ 1819 προσελήφθη ὡς διάκονος τοῦ μητροπολίτου Τριπόλεως καὶ τοποτηρητοῦ τοῦ θρόνου Κεφαλληνίας Ἀγαθαγγέλου Τυπάλδου Κοζάκη.
Ἔπειτα μετέβη στὴ Βενετία ὅπου εἰργάσθη σὲ ἐλληνικὴ ὀρθόδοξο κοινότητα καὶ ἐδίδαξε στὸ Φλαγγινιανὸ Γυμνάσιο. Τὸ 1824 ἐχειροτονήθη ἱερεὺς στὴν Κεφαλλονιὰ καὶ τὸ 1826 διωρίσθη ἱεροκήρυξ καὶ ἄρχισε τὴ διδακτικὴ καὶ ἀκαδημαϊκή του δράση στὴν ὑπὸ τοῦ Γκίλφορδ ἀρτισύστατο τότε Ἰόνιο Ἀκαδημία (1824).
Ἀρχὲς τοῦ 1843 (17 Μαΐου) ἦλθε στὴ Πόλη καὶ τὸ 1844 διωρίσθη ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ Δ’ καὶ τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου ὁ πρῶτος Σχολάρχης καὶ καθηγητὴς τῆς θεολογίας καὶ τῆς φιλοσοφίας.
Τὴν 4η Ἰουνίου 1845 ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου, τὴν 21η Αὐγούστου 1847 τὸ ὀφφίκιο τοῦ μεγάλου ἀρχιμανδρίτου καὶ γενικοῦ ἱεροκήρυκος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1848 ἐξελέγη τιτουλάριος Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως. Ἡ χειροτονία του ἐγένετο τὴν 15η Αὐγούστου 1848, ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μὲ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ Θ. Λειτουργίαν στὸν Πάνσεπτο Πατριαρχικὸ Ναό.
Ὁ Τυπάλδος ἀπεχώρησε ὁριστικῶς τῆς σχολαρχίας τὸ 1865 καὶ μετέβη στὴν γενέτειρά του Κεφαλληνίαν (Ληξούριο), ὅπου πέθανε τὴν 19η Νοεμβρίου 1867.
Ἡ περίοδος τῆς σχολαρχίας τοῦ Κωνσταντίνου Τυπάλδου στὴν Χάλκη ἦταν σημαντική. Ἕνεκα τοῦ σπουδαίου ἔργου του ὡς θεολόγου, διδασκάλου, σχολάρχου, συγγραφέως, ἱεροκήρυκος καὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός, κατατάσσεται στὴν χορεία τῶν μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν μορφῶν τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος.