Μητροπολίτης Πρεσλάβας, Ἄνθιμος Μιχαήλ
Μητροπολίτης Πρεσλάβας, Ἄνθιμος Μιχαήλ
1863 – 1864 & 1865 – 1867
Ὁ Ἄνθιμος Μιχαὴλ ἢ Μιχαήλωφ, βουλγαρικῆς προελεύσεως, κατήγετο ἀπὸ τὶς Σαράντα Ἐκκλησίες τῆς Θράκης. Ὑπήρξε μοναχὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἰσήλθε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, μὲ τὴν ἵδρυσή της τὸ 1844 καὶ ἀπεφοίτησε ἀριστοῦχος τὸ 1848, ὡς διάκονος, ὄντας ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις πρώτους ἀποφοίτους της. Μετέπειτα ἐπὶ πατριαρχίας Γερμανοῦ τοῦ Δ’ (1852-1853)ἀπεστάλη καὶ σπούδασε στὴ Ρωσσία στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Μόσχας.
Τὸ ἔτος 1858 ἐμφανίζεται στὴ Σχολὴ ὡς διδάσκαλος τῶν σλαβωνικῶν. Τὴν 23η Μαΐου ἐξελέγη ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Μητροπολίτης Πρεσλάβας καὶ διηύθυνε τὴν Σχολὴ δύο φορές. Τὴν πρώτη φορὰ (1863-1864) ὡς προσωρινὸς διευθυντὴς διαδεχθεὶς τὸν Φιλόθεο Βρυέννιο. Τὴν δεὺτερη φορά, διαδεχθεὶς τὸν παραιτηθέντα τῆς σχολαρχίας (1865) καὶ παραμείναντα ὡς καθηγητὴ Νικηφόρο Γλυκᾶ. Ὁ Πρεσλάβας Ἄνθιμος συνυπεύθυνο στὴν διεύθυνση εἶχε τὸν Ἀρχιμανδρίτη καθηγητῆ Γερμανὸ Γρηγορᾶ.
Ὁ Πρεσλάβας διηύθυνε τὴν Σχολὴ μέχρι τέλους τοῦ σχολικοῦ ἔτους 1867, ὅταν καὶ ἐστάλη, ἐπὶ Πατριάρχου Γρηγορίου Στ’, ἐξαρχικῶς στὴ Νεοκαισάρεια. Ἐπιστρέψας ἀπὸ ἐκεῖ ἐδήλωσε ὅτι δὲν δύνατο νὰ βαστάζει τὸ βὰρος τῆς διευθύνσεως καὶ ὑπέβαλε παραίτηση.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος 1868 (13 Ἀπριλίου) μετετέθη στὴν Μητρόπολιν Βιδύνης καὶ ἔστειλε τὴν 20ὴ Δεκεμβρίου 1868 πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο ἐγγράφως τὴν παραίτησή του. Τὴν 16η Φεβρουαρίου 1872 ἀπεσχίσθη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἐξελέγη ἀντικανονικὰ «ἔξαρχος» τῶν βουλγάρων. Τὴν 13η Μαΐου 1872 τὸ Πατριαρχεῖον καθαίρεσε τὸν «ἔξαρχο» Ἄνθιμο καὶ στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ἐπὶ τοῦ βουλγαρικοῦ σχίσματος τὸν κήρυξε σχισματικὸ μαζὶ μὲ ἄλλους ἱεράρχες. Ἡ κατάκριση αὐτὴ ἤρθη διὰ τῆς ἄρσεως τοῦ βουλγαρικοῦ σχίσματος τὸ 1945.
Οἱ βούλγαροι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1877 ἔπαυσαν τὸν «ἔξαρχο» Ἄνθιμο ἐκλέξαντες ἀντ’ αὐτοῦ τὸν Λοφτσοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἄνθιμος εἶχε ἐξοριστεῖ στὴν Μικρὰ Ἀσία. Ἀνεκλήθη καὶ ἔλαβε προεδρικῶς τὴν Μητρόπολη Βιδύνης, τὴν ὁποία ἐποίμανε μέχρι τοῦ θανάτου του τὸ 1888.