Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος (Ρεπανέλλης)

Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Μάξιμος (Ρεπανέλλης)

Σχολάρχης 1955-1991

Ὁ κατὰ κόσμον Στυλιανὸς Ρεπανέλλης ἐγεννήθη τὸ 1919 ἐν Μυτιλήνῃ. Ἑξαετὴς ἦλθε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Πόλη, ὅπου ἔλαβε τὴν πρώτη παίδευσή του. Τὰ δύο πρῶτα ἔτη τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν διῆλθε στὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ καὶ ἀκολούθως εἰσῆλθε στὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεφοίτησε τὸ 1944. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐχειροτονήθη Διάκονος μετονομασθεὶς Μάξιμος. Μέχρι τοῦ 1946 ὑπηρέτησε στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγ. Νικολάου Γαλατᾶ. Ἡ διακονία του ἐκεῖ ἄφησε ἐποχὴ λόγῳ τῆς καλλιφωνίας του, τῆς ἐπιδόσεως στὸ θεῖο κήρυγμα καὶ τῆς ὀργανωμένης φιλανθρωπίας. Τὸ 1946 εἰσῆλθεν στὴν Πατριαρχικὴ Αὐλὴ ὡς Πατριαρχικὸς Διάκονος μέχρι τοῦ 1948. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐστάλη ὡς ὑπότροφος τοῦ Πατριαρχείου στὸ Βέλγιο, ὅπου σπούδασε φιλοσοφία καὶ ψυχολογία ἐπὶ τριετία. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἐπέστρεψε στὴν Πόλη καὶ διωρίσθη τὸ 1951 καθηγητὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ. Τὸ 1952 ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος καὶ κατὰ τὸ ἴδιο ἔτος ἐχειροθετήθη στό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Τὸ 1955, μετὰ τὴν ἐκ τῆς σχολαρχίας παραίτηση τοῦ Ἰκονίου Ἰακώβου, διωρίσθη Σχολάρχης. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς σχολαρχίας του ἔγιναν σπουδαῖα ἀνακαινιστικὰ ἔργα στὰ κτίρια τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Σχολῆς καὶ στοὺς περιβάλλοντες χώρους. Τὸ σημαντικότερο, ὅμως, ὅλων εἶναι ἡ ὑπὸ τὴν στιβαρὰ καθοδήγηση καὶ πνευματικὴ ἐπιστασία του ὁλοκλήρωση τοῦ ὑπὸ τοῦ Ἰκονίου Ἰακώβου ἀρξαμένου ἔργου τῆς πνευματικῆς καρποφορίας καὶ ἀνασυγκροτήσεως τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς. Τὸ 1961 ἐξελέγη τιτουλάριος Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου (7 Ἰουλίου 1972) ἦταν μέλος τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου ἡ ὁποία ἐξέλεξε νέο Πατριάρχη. Ὑπῆρξε δι᾽ ὀλίγον ὑποψήφιος τῆς πλειοψηφίας γιὰ τὴν ἐκλογὴ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη. Ἀλλὰ τὸ ὄνομά του, μετὰ τριῶν ἄλλων συνυποψηφίων διεγράφη ἀπὸ τὶς ἀρχές, καὶ οὕτω ἐξελέγη στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τὴν 16η Ἰουλίου 1972, ὁ Δημήτριος. Ὁ Σταυρουπόλεως Μάξιμος ἔκτοτε διετέλει μέλος τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου. Ἡ δράση του ὑπῆρξε πολυσχιδὴς καὶ κατὰ πάντα γόνιμη. Πολλὲς φορὲς ἐξεπροσώπησε τόσο τὴν Σχολὴν ὅσο καὶ τὸ Πατριαρχεῖον, κυρίως μὲ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐφέσου Χρυσόστομο (Κωνσταντινίδη), κατὰ τὶς συνομιλίες μὲ τοὺς ἁρμοδίους παράγοντες στὴν Ἄγκυρα ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς ἀπαγορεύσεως λειτουργίας τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος τῆς Σχολῆς. Ὑπῆρξε μέλος πολλῶν ἀντιπροσωπειῶν τοῦ Πατριαρχείου, καθὼς ἐπίσης καὶ μέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου κατὰ τὶς τελετὲς τῆς Χιλιετηρίδος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου στὶς περιοδεῖες του πρὸς τὶς Ἐκκλησίες Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, Ἑλλάδος καὶ Πολωνίας. Ὡς πρόεδρος τῆς συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡγήθη τεσσάρων Πατριαρχικῶν Ἐξαρχιῶν πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μὲ τὸν νῦν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη (τότε Μητροπολίτη Φιλαδελφείας), ἦταν μέλος τῆς Πατριαρχικῆς Ἐπιτροπῆς στὴν Δ’ Κληρικολαϊκὴ Συνέλευση τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας τὸ 1981. Ἀπὸ τοῦ 1982 καὶ ἑξῆς, μέχρι τοῦ θανάτου του, ὁ ὁποῖος ἐπεσυνέβη κατὰ τὴν 4η Ἰανουαρίου 1991, συμμετεῖχε ἐνεργῶς στὴν διοίκηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλά ὅ,τι καὶ νὰ λεχθεῖ εἶναι λίγο γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος παραμένει ζῶν στὶς καρδιὲς ὅλων. Μεγαλεπήβολος τὸ δέμας, ἀρχοντικός, ἐπέβαλλε τὸν σεβασμὸ σὲ ὅλους. Ἔψαλλε μὲ ἔνθεο ζῆλο, «κόπτων τὴν ἀναπνοὴν τῶν ἀκροωμένων». Διαπρύσιος κήρυξ τοῦ Θείου Λόγου, εἶχε τὴν εὐχέρεια νὰ ὁμιλεῖ ἀπὸ στήθους ἐπὶ μακρόν, ἄνευ οὐδεμιᾶς διακοπῆς, μεταρσιώνοντας τὸ πνεῦμα σὲ οὐράνιες σφαῖρες, προσιτὲς μόνο στὶς γνώσεις καὶ τὴν σοφία του. Χειμαρρώδης ἡ διδασκαλία του, ἐμβριθής. Πλούσιο τὸ λεξιλόγιό του, προσδιδόντας μὲ τὸν τόνον τῆς φωνῆς του αἴγλη καὶ ἰδιαίτερξ σημασία στὸ ἀντικείμενο τῆς διδασκαλίας του. Αὐστηρὸς ἔναντι τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ πάντοτε μὲ πολλὴ ἀγάπη πρὸς αὐτούς, γνώριζε νὰ διακρίνει τὶς ἀρετές τους καὶ νὰ συμβάλλει στὴν καλλιέργειά τους, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐλαττώματα καὶ πάθη τους, προσπαθώντας νὰ τὰ ἐκριζώσει ἀπὸ τὴν ψυχή τους. Ἤθελε νὰ ἐπαινεῖ τὸ ἀγαθό, ἀλλὰ καὶ νὰ στηλιτεύει τὸ κακόν. Προπάντων, ἤθελε νὰ ἐμπνέει στὶς ψυχές τους τὴν ταπεινότητα, τὴν σεμνότητα καὶ τὴν ἁπλότητα. Ἐμίσει, ὅσο τίποτε ἄλλο, τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ὑποκρισία. Ἐνέπνεε, μὲ τὸ ζωντανό του παράδειγμα, τὴν εὐσέβεια καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἔδιδε ἰδιαιτέρα σημασία στὴν πειθαρχία. Ἔλεγε ὅτι ὅποιος μάθει νὰ πειθαρχεῖ στοὺς ἀνωτέρους του, θὰ γνωρίζει νὰ πειθαρχεῖ καὶ στοὺς νόμους καί, κυρίως, στὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου.