Οἱ καθηγητὲς τοῦ θεολογικοῦ τμήματος, κληρικοὶ ἢ λαϊκοί, ἐπιλέγονταν συνήθως ἀπὸ τοὺς ἀποφοίτους τῆς Σχολῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν συνεχίσει τὶς σπουδές τους μετὰ τὴν ἀποφοίτησή τους, σὲ κάποια εἰδίκευση ποὺ εἶχαν ἐπιλέξει, σὲ ὀρθόδοξες ἢ ξένες θεολογικὲς σχολές, καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶχαν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἐξωτερικὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ κόσμο, μὲ τὶς ἐπικρατοῦσες, τότε, μεθόδους ἔρευνας καὶ τὸν ἐπιστημονικὸ τρόπο ἐργασίας. Ὁ κάθε καθηγητὴς κατεῖχε συνήθως τὴν ἕδρα τῆς εἰδικότητάς του καὶ δίδασκε εἴτε μὲ τὴ μέθοδο τῶν διαλέξεων (μὲ διάλογο πάντοτε μὲ τοὺς ἱεροσπουδαστές), εἴτε καὶ μὲ τὰ λεγόμενα φροντιστήρια. Οἱ καθηγητὲς ἀσχολούνταν ἀσφαλῶς καὶ μὲ τὸ συγγραφικὸ ἔργο καὶ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα. Τὰ κείμενα ποὺ ἐδίδασκαν ἐξεδίδοντο ἀργότερα ὡς αὐτοτελῆ ἔργα. Ὅμως καὶ ἄλλες μελέτες τους δημοσιεύονται εἴτε αὐτοτελῶς, εἴτε σὲ συλλογικοὺς τόμους, σὲ ἐγκυκλοπαίδειες, ἀλλὰ καὶ σὲ περιοδικά, κυρίως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως εἶναι:
-
ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια (1880-1923),
-
ὁ Νέος Ποιμήν, 1919-1923,
-
ἡ Ὀρθοδοξία, 1926-1963,
-
ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, 1951-1964
καὶ ἄλλα δικά μας καὶ ξένα.
Οἱ καθηγητὲς εἶναι μέλη διαφόρων συνοδικῶν ἐπιτροπῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῶ ὡς σύλλογος ἀποτελοῦν ἕνα ἰδιαίτερο συμβουλευτικὸ σῶμα (ἐπιτελεῖο) τῆς Ἐκκλησίας‧ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο συμμετέχουν ἐμπράκτως στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ θεολογικὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τους κέντρου.
Λαμβάνουν μέρος ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Σχολῆς, εἴτε καὶ ὡς ἀνεξάρτητοι, σὲ διάφορα συνέδρια (καὶ σὲ ἄλλες ἐκδηλώσεις) διορθοδόξου φύσεως καὶ σὲ ἄλλα διαχριστιανικὰ ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης. Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης εἶναι παροῦσα σὲ αὐτὴ τὴν κίνηση ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή της, μέσα ἀπὸ τὴν προετοιμασία ἀπὸ τὸν σύλλογο τῶν καθηγητῶν της περίφημης ἐγκυκλίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 «Πρὸς τὰς Ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» καὶ μέσα ἀπὸ τὸν τότε σχολάρχη μητροπολίτη Σελευκείας (καὶ ἀργότερα ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων) Γερμανὸ Στρηνόπουλο καὶ τὴ σειρᾶ τῶν μετέπειτα καθηγητῶν της. Ἡ συμμετοχὴ αὐτὴ προβάλλει ἐντονότερα ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καὶ ἑξῆς (1948-).
Ἐπίσης, οἱ καθηγητὲς συμμετέχουν καὶ σὲ ἐπιστημονικὰ συνέδρια, καὶ προσκαλούμενοι δίνουν διαλέξεις ἢ κάνουν, ὡς ἐπισκέπτες καθηγητές, μαθήματα καὶ ὁμιλίες σὲ διάφορα πανεπιστήμια, εἴτε καὶ σὲ ἄλλα ἐπιστημονικὰ ἢ διεκκλησιαστικὰ καὶ διαχριστιανικὰ ἱδρύματα.
Ὁ Σχολάρχης καὶ οἱ καθηγητὲς συμμετέχουν καὶ στὸν πάνσεπτο πατριαρχικὸ ναὸ ἀναλαμβάνοντας τὸ θεῖο κήρυγμα. Αὐτὸ γίνεται τακτικὰ στὴν περίοδο τῶν νηστειῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ σὲ καθορισμένες ἡμέρες:
τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέα (30. Νοεμβρίου)
τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (30. Ιανουαρίου)
τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (ἐντὸς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, α ΄ Κυριακή). Ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ ἀκούγονται λόγοι καὶ σὲ καθορισμένες περιστάσεις, σὲ ἱστορικὲς ἐπετείους, κατὰ τὴν ἐνθρόνιση καὶ τὴν κηδεία Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν, καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους εἶναι θεολογικὰ δοκίμια, ἔχουν θεολογικὴ σημασία καὶ ἐκφράζουν τὶς ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν ἐκπροσώπων τῆς θεολογίας του πάνω σὲ κρίσιμα ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεολογικὰ ζητήματα. Συνήθως, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὡς ὁμιλητὲς καλοῦνται ὁ Σχολάρχης καὶ οἱ καθηγητὲς τῆς Σχολῆς. Αὐτὰ τὰ πρόσωπα ἄρχισαν νὰ κηρύττουν στὸν πατριαρχικὸ ναὸ καὶ σὲ ἄλλες ἐκκλησίες τῆς Πόλης ἤδη ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης καὶ ἑξῆς (1844-).
Ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς (1844), δηλαδὴ κατὰ τὸ β ΄ μισὸ τοῦ 19ου αἰ. ἀλλὰ καὶ κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες καὶ κατὰ τὸ β ΄ μισὸ τοῦ 20οῦ αἰ., τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο παρουσίασε μία σημαντικὴ θεολογικὴ κίνηση. Ἡ θεολογία τῆς Χάλκης ἦταν ἀλληλένδετη μὲ τὴ θεολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὴ θεολογία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης καὶ καθολικότητας, ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὴν ὀρθόδοξη, τὴ διορθόδοξη καὶ τὴν διαχριστιανικὴ τῆς διάσταση. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ἡ θεολογία τῆς Χάλκης ἔδωσε μορφὴ στὰ νέα θεολογικὰ ρεύματα, μέσα στὰ ὁποία κινήθηκε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Ἡ μὴ λειτουργία τῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης ἀπὸ τὸ 1971 καὶ ἡ ἀφάνταστη μείωση τῶν πιστῶν τοῦ Πατριαρχείου στὴν Τουρκία (ἀπὸ τὸ 1955 κ. ἑ.) προκάλεσε ἤδη μία αἰσθητὴ ἐλάττωση τῶν θεολογικῶν στελεχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴν Χάλκη.
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι παρὰ τὴ μὴ λειτουργία τῆς Σχολῆς, σήμερα κυρίως ἡ πατριαρχικὴ αὐλή, ἀπὸ θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ μητροπόλεις, οἱ ἀρχιεπισκοπὲς καὶ οἱ ἐπισκοπές, ὅπως καὶ οἱ μονὲς τοῦ Θρόνου καὶ οἱ θεολογικὲς σχολὲς καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἱδρύματα ποὺ συνδέονται μὲ αὐτόν, συνεχίζουν νὰ μεταλαμπαδεύουν τὴν ἱερὴ παρακαταθήκη, τὴν πνευματικὴ κληρονομιά καὶ τὴν πατριαρχικὴ παράδοση στὶς ἐπόμενες γενιές.